ύψωμα

ύψωμα
το, -ατος
1. υψωμένο μέρος του εδάφους, ψήλωμα, τούμπα.
2. ύψωση (βλ. λ.).
3. (εκκλησ.), το κομμάτι που αφαιρείται από τον άρτο της πρόθεσης και δίνεται και ως αντίδωρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὕψωμα — elevation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψωμα — ώματος, το / ὕψωμα, ΝΜΑ [ὑψῶ/ ώνω] υψωμένο μέρος τού εδάφους, ψήλωμα, λόφος (α. «ο στρατός κατέλαβε τα γύρω από την πόλη υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.) νεοελλ. 1. ύψωση, ανύψωση 2. εκκλ. ενσφράγιστο τεμάχιο από τα… …   Dictionary of Greek

  • ὕψωμ' — ὕψωμα , ὕψωμα elevation neut nom/voc/acc sg ὕ̱ψωμαι , ὑψόω lift high perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψωμάτων — ὕψωμα elevation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψώμασι — ὕψωμα elevation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψώμασιν — ὕψωμα elevation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψώματα — ὕψωμα elevation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψώματι — ὕψωμα elevation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψώματος — ὕψωμα elevation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”